- επιπίλναμαι
- ἐπιπίλναμαι (Α) [πίλναμαι](αποθ., μόν. στον ενεστ.) προσπελάζω, έρχομαι κοντά («οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται», Ομ. Οδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπίλναται — ἐπιπίλναμαι come near pres ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)